παρασιγώ

παρασιγώ
-άω και ιων. τ. -έω, Α
1. περνώ κάτι σιωπηρώς, χωρίς να τό μνημονεύσω, αντιπαρέρχομαι, παρασιωπώ
2. παθ. παρασιγῶμαι, -άομαι και -έομαι
με αντιπαρέρχονται χωρίς να μέ μνημονεύσουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”